ὑπόμενε

ὑπόμενε
ὑπομένω
stay behind
pres imperat act 2nd sg
ὑπομένω
stay behind
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὑπομένεν — ὑπομένε̄ν , ὑπομένω stay behind pres inf act (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγαντάρω — 1. πιάνομαι γερά από κάτι 2. συλλαμβάνω 3. βοηθώ, ενισχύω κάτι 4. υπομένω, αντέχω 5. (προστ.) αγάντα α) πιάσε, κράτησε, στήριξε β) άντεχε, υπόμενε, βάστα γ) επίρρ. εμπρός με όλη τη δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. agguantare (= συλλαμβάνω). ΠΑΡ. το… …   Dictionary of Greek

  • αγόγγυστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν παραπονιέται, ο υπομονητικός: Αγόγγυστη υπόμενε τις στερήσεις και τα βάσανα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδιαμαρτύρητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε διαμαρτύρεται, που υπομένει αγόγγυστα: Υπόμενε αδιαμαρτύρητα τους θυμούς και τις φωνές του. 2. αυτός για τον οποίο δεν έγινε διαμαρτύρηση: Τα γραμμάτια έληξαν, αλλά έμειναν αδιαμαρτύρητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”